καταληπτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καταληπτός < αρχαία ελληνική καταληπτός < καταλαμβάνω < λαμβάνω
Επίθετο
επεξεργασία
καταληπτός, -ή, -ό
- αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός, που τον αντιλαμβάνεται κανείς με ευκολία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταληπτός