ενικός         πληθυντικός  
compréhensible compréhensibles

  Επίθετο

επεξεργασία

compréhensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κατανοητός
  2. αντιληπτός
  3. ευνόητος
  4. καταληπτός