Ετυμολογία

επεξεργασία
conceivable < conceive + -able

  Επίθετο

επεξεργασία

conceivable (en) (χωρίς παραθετικά)

  • νοητός, νοηματικά αντιληπτός, που μπορούμα να τον αντιληφθούμε
    ⮡  It is not conceivable that you would risk your life.
    Δεν είναι νοητό να διακινδυνεύσεις τη ζωή σου.