αντιληπτός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντιληπτός < αρχαία ελληνική ἀντιληπτός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.liˈptos/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αντιληπτός, -ή, -ό
- που μπορεί κάποιος να τον αντιληφθεί, να τον παρατηρήσει
- ο κρατούμενος διέφυγε χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανένα φύλακα
- που μπορεί κάποιος να τον αντιληφθεί, να κατανοήσει
- οι πραγματικές αιτίες του προβλήματος δεν έγιναν αντιληπτές
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αντιληπτός