perceptible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | perceptible |
συγκριτικός | more perceptible |
υπερθετικός | most perceptible |
Επίθετο
επεξεργασίαperceptible (en)
- (επίσημο) αισθητός, αντιληπτός, είναι αρκετά μεγάλο για να το παρατηρήσει κάποιος
- ↪ The difference is not perceptible.
- Η διαφορά δεν είναι αισθητή.
- ↪ The difference was hardly perceptible at all.
- Η διαφορά δεν ήταν σχεδόν καθόλου αντιληπτή.
- ≈ συνώνυμα: conspicuous, detectable, discernible, noticeable, observable, perceivable και tangible
- ≠ αντώνυμα: imperceptible
- ↪ The difference is not perceptible.
Πηγές
επεξεργασία- perceptible - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 20, 78. ISBN 9780194325684., λήμμα: αισθητός, αντιληπτός
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
perceptible | perceptibles |
Επίθετο
επεξεργασίαperceptible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να γίνει αντιληπτός, ορατός