παραθετικά
θετικός noticeable
συγκριτικός more noticeable
υπερθετικός most noticeable

Ετυμολογία

επεξεργασία
noticeable < notice + -able

noticeable (en)

  • αισθητός, εύκολο να το δει ή να το παρατηρήσει
      a noticeable difference in temperature/improvement in the weather - αισθητή διαφορά θερμοκρασίας/βελτίωση του καιρού
      The earthquake was noticeable all over the country.
    Ο σεισμός έγινε αισθητός σε όλη τη χώρα.
     συνώνυμα:  δείτε τις λέξεις notable, obvious και perceptible