noticeable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | noticeable |
συγκριτικός | more noticeable |
υπερθετικός | most noticeable |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnoticeable (en)
- αισθητός, εύκολο να το δει ή να το παρατηρήσει
- ⮡ a noticeable difference in temperature/improvement in the weather - αισθητή διαφορά θερμοκρασίας/βελτίωση του καιρού
- ⮡ The earthquake was noticeable all over the country.
- Ο σεισμός έγινε αισθητός σε όλη τη χώρα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις notable, obvious και perceptible
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- noticeable - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 20. ISBN 9780194325684., λήμμα: αισθητός