παραθετικά
θετικός notable
συγκριτικός more notable
υπερθετικός most notable

notable (en) (μάλλον επίσημο)

  • αισθητός, απρόσεκτος, αξιοπρόσεχτος, αξιοσημείωτος, διαπρεπής, διακεκριμένος, που αξίζει να προσεχθεί ή να τραβήξει την προσοχή· σπουδαίος
      a notable difference in temperature/improvement in the weather - αισθητή διαφορά θερμοκρασίας/βελτίωση του καιρού
      The difference is not notable.
    Η διαφορά δεν είναι απρόσεκτα.
      His research work is notable.
    Το ερευνητικό του έργο είναι απρόσεκτο/αξιοπρόσεχτο.
      He made a notable observation.
    Έκανε μια αξιοσημείωτη παρατήρηση.
      a notable author and actor - διακεκριμένος συγγραφέας και ηθοποιός

Συγγενικά

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
notable notables

notable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
notable notables

notable (fr) αρσενικό ή θηλυκό