παραθετικά
θετικός outstanding
συγκριτικός more outstanding
υπερθετικός most outstanding

Ετυμολογία

επεξεργασία
outstanding < out- + standing

outstanding (en)

  1. εντυπωσιακός, εξαιρετικός, ξεχωριστός, πολύ καλό
      outstanding achievements - εντυπωσιακά επιτεύγματα
      a man of outstanding talent/bravery - άνθρωπος εξαιρετικής ικανότητας/γενναιότητας
      an outstanding scientist - ξεχωριστός επιστήμονας
     συνώνυμα:  δείτε τις λέξεις excellent και notable
  2. εκκρεμής, ανεξόφλητος, για πληρωμή, δουλειά, προβλήματα κτλ. που δεν έχει ακόμη πληρωθεί, γίνει, λυθεί κτλ.
      outstanding work/debts - εκκρεμείς δουλειές/οφειλές
      an outstanding loan - ανεξόφλητο δάνειο
  3. περίβλεπτος, πολύ προφανές ή σημαντικό
      an outstanding landmark - περίβλεπτο ορόσημο
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη notable