outstanding
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | outstanding |
συγκριτικός | more outstanding |
υπερθετικός | most outstanding |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαoutstanding (en)
- εντυπωσιακός, εξαιρετικός, ξεχωριστός, πολύ καλό
- εκκρεμής, ανεξόφλητος, για πληρωμή, δουλειά, προβλήματα κτλ. που δεν έχει ακόμη πληρωθεί, γίνει, λυθεί κτλ.
- ⮡ outstanding work/debts - εκκρεμείς δουλειές/οφειλές
- ⮡ an outstanding loan - ανεξόφλητο δάνειο
- περίβλεπτος, πολύ προφανές ή σημαντικό