Δείτε επίσης: ἐκκρεμής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκκρεμής η εκκρεμής το εκκρεμές
      γενική του εκκρεμούς* της εκκρεμούς του εκκρεμούς
    αιτιατική τον εκκρεμή την εκκρεμή το εκκρεμές
     κλητική εκκρεμή(ς) εκκρεμής εκκρεμές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκκρεμείς οι εκκρεμείς τα εκκρεμή
      γενική των εκκρεμών των εκκρεμών των εκκρεμών
    αιτιατική τους εκκρεμείς τις εκκρεμείς τα εκκρεμή
     κλητική εκκρεμείς εκκρεμείς εκκρεμή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκκρεμής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκκρεμής < ἐκκρέμαμαι (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική en suspens)[1] Δείτε και το ἐκκρεμάννυμι (κρατιέμαι από κάτι)

  Επίθετο

επεξεργασία

εκκρεμής, -ής, -ές

  • που δεν έχει λυθεί οριστικά, που δεν έχει παρθεί οριστική απόφαση
    ⮡  Είναι εκκρεμής δικαστική υπόθεση που θα εκδικαστεί σε μερικά χρόνια.

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κρεμάω / κρεμώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία