εκκρεμής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εκκρεμής | η | εκκρεμής | το | εκκρεμές |
γενική | του | εκκρεμούς* | της | εκκρεμούς | του | εκκρεμούς |
αιτιατική | τον | εκκρεμή | την | εκκρεμή | το | εκκρεμές |
κλητική | εκκρεμή(ς) | εκκρεμής | εκκρεμές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εκκρεμείς | οι | εκκρεμείς | τα | εκκρεμή |
γενική | των | εκκρεμών | των | εκκρεμών | των | εκκρεμών |
αιτιατική | τους | εκκρεμείς | τις | εκκρεμείς | τα | εκκρεμή |
κλητική | εκκρεμείς | εκκρεμείς | εκκρεμή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εκκρεμής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκκρεμής < ἐκκρέμαμαι (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική en suspens)[1] Δείτε και το ἐκκρεμάννυμι (κρατιέμαι από κάτι)
Επίθετο
επεξεργασίαεκκρεμής, -ής, -ές
- που δεν έχει λυθεί οριστικά, που δεν έχει παρθεί οριστική απόφαση
- ⮡ Είναι εκκρεμής δικαστική υπόθεση που θα εκδικαστεί σε μερικά χρόνια.
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κρεμάω / κρεμώ
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εκκρεμής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας