Δείτε επίσης: ἐκκρεμής
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκκρεμής η εκκρεμής το εκκρεμές
      γενική του εκκρεμούς* της εκκρεμούς του εκκρεμούς
    αιτιατική τον εκκρεμή την εκκρεμή το εκκρεμές
     κλητική εκκρεμή(ς) εκκρεμής εκκρεμές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκκρεμείς οι εκκρεμείς τα εκκρεμή
      γενική των εκκρεμών των εκκρεμών των εκκρεμών
    αιτιατική τους εκκρεμείς τις εκκρεμείς τα εκκρεμή
     κλητική εκκρεμείς εκκρεμείς εκκρεμή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

εκκρεμής, -ής, -ές

  • που δεν έχει λυθεί οριστικά, που δεν έχει παρθεί οριστική απόφαση
      Είναι εκκρεμής δικαστική υπόθεση που θα εκδικαστεί σε μερικά χρόνια.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία