εκκρεμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκκρεμώ < εκκρεμής + -ώ < αρχαία ελληνική ἐκκρεμής < ἐκκρεμάννυμι
Ρήμα
επεξεργασίαεκκρεμώ (συνήθως τριτοπρόσωπο)
- δεν έχει λυθεί οριστικά, δεν έχει παρθεί οριστική απόφαση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εκκρεμής
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκκρεμώ