Ετυμολογία

επεξεργασία

εκκρεμώ (συνήθως τριτοπρόσωπο)

  • δεν έχει λυθεί οριστικά, δεν έχει παρθεί οριστική απόφαση

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία