Ουσιαστικό

επεξεργασία

pendant (en)

  1. κρεμαστό κόσμημα, συνήθως ένα μενταγιόν
  2. το κρεμαστό κομμάτι σε ένα σκουλαρίκι
  3. το φωτιστικό οροφής



Ετυμολογία

επεξεργασία
pendant < pendre

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pendant pendants

pendant (fr) αρσενικό

  1. μέρος του ζωστήρα που κρέμεται και συγκρατεί το σπαθί
  2. κάθε ένα μέρος από ένα ζευγάρι έργων τέχνης που τοποθετούνται συμμετρικά

pendant (fr)

Εκφράσεις

επεξεργασία