Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρεμάμενος η κρεμάμενη το κρεμάμενο
      γενική του κρεμάμενου της κρεμάμενης του κρεμάμενου
    αιτιατική τον κρεμάμενο την κρεμάμενη το κρεμάμενο
     κλητική κρεμάμενε κρεμάμενη κρεμάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρεμάμενοι οι κρεμάμενες τα κρεμάμενα
      γενική των κρεμάμενων των κρεμάμενων των κρεμάμενων
    αιτιατική τους κρεμάμενους τις κρεμάμενες τα κρεμάμενα
     κλητική κρεμάμενοι κρεμάμενες κρεμάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεμάμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος αρχαίου κρεμάννυμι

  Μετοχή επεξεργασία

κρεμάμενος, -η, -ο

  1. που βρίσκεται κρεμασμένος αυτή τη στιγμή, που κρέμεται (Η μετοχή χρησιμοποιειται κυρίως στη φράση επί ξύλου κρεμάμενος ή σε λογοπαίγνια με παρεμφερές νοημα. Η αρχική φράση καθιερώθηκε απο το Χρυσόστομο για τον τρόπο θανάτωσης του Χριστού)
    Είναι επί ξύλου κρεμάμενος : πέρα από το κυριολεκτικό νόημα, μεταφορικά σημαίνει τον "παντελώς αβοήθητο, τον αφημένο να υποφέρει"

  Μεταφράσεις επεξεργασία