↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζωστήρας οι ζωστήρες
      γενική του ζωστήρα των ζωστήρων
    αιτιατική τον ζωστήρα τους ζωστήρες
     κλητική ζωστήρα ζωστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωστήρας < αρχαία ελληνική ζωστήρ < ζώννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hyeh₃s (ζώνομαι)
έρπης ζωστήρας < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική herpes zoster

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zoˈsti.ɾas/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζωστήρας αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία