ζωνάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζωνάρι | τα | ζωνάρια |
γενική | του | ζωναριού | των | ζωναριών |
αιτιατική | το | ζωνάρι | τα | ζωνάρια |
κλητική | ζωνάρι | ζωνάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζωνάρι < μεσαιωνική ελληνική, υποκοριστικό του ζώνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζωνάρι ουδέτερο
- η ζώνη που φοράμε στη μέση μας
- (ναυπηγικός όρος) το υπόζωμα πλοίων ή λέμβων
Εκφράσεις επεξεργασία
- έχει πάντα λυμένο το ζωνάρι του για καβγά: είναι οξύθυμος και εύκολα παρασύρεται σε καβγάδες
- ζωνάρι της Παναγίας ή ζωνάρι της Καλογριάς : το ουράνιο τόξο