Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζωνάρι τα ζωνάρια
      γενική του ζωναριού των ζωναριών
    αιτιατική το ζωνάρι τα ζωνάρια
     κλητική ζωνάρι ζωνάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωνάρι < μεσαιωνική ελληνική, υποκοριστικό του ζώνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωνάρι ουδέτερο

  1. η ζώνη που φοράμε στη μέση μας
  2. (ναυπηγικός όρος) το υπόζωμα πλοίων ή λέμβων

Εκφράσεις επεξεργασία

  • έχει πάντα λυμένο το ζωνάρι του για καβγά: είναι οξύθυμος και εύκολα παρασύρεται σε καβγάδες
  • ζωνάρι της Παναγίας ή ζωνάρι της Καλογριάς : το ουράνιο τόξο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία