Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δερματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δερματικ
ός
η
δερματικ
ή
το
δερματικ
ό
γενική
του
δερματικ
ού
της
δερματικ
ής
του
δερματικ
ού
αιτιατική
τον
δερματικ
ό
τη
δερματικ
ή
το
δερματικ
ό
κλητική
δερματικ
έ
δερματικ
ή
δερματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δερματικ
οί
οι
δερματικ
ές
τα
δερματικ
ά
γενική
των
δερματικ
ών
των
δερματικ
ών
των
δερματικ
ών
αιτιατική
τους
δερματικ
ούς
τις
δερματικ
ές
τα
δερματικ
ά
κλητική
δερματικ
οί
δερματικ
ές
δερματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δερματικός
<
δέρμα
Επίθετο
επεξεργασία
δερματικός, -ή, -ό
σχετικός με το
δέρμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δερματικός
αγγλικά
:
cutaneous
(en)
γαλλικά
:
cutané
(fr)