εξανθηματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξανθηματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική exanthématique < αρχαία ελληνική ἐξάνθημα
Επίθετο
επεξεργασίαεξανθηματικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με εξάνθημα, αναφέρεται σ’ αυτό ή προκαλεί εξανθήματα
- εξανθηματικός τύφος
- εξανθηματική νόσος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξανθηματικός