πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο έρπης
(έρπητας)
οι έρπητες
      γενική του έρπητος
& έρπητα
των ερπήτων
    αιτιατική τον έρπη
& έρπητα
τους έρπητες
     κλητική έρπη
& έρπης
έρπητες
Δείτε και την κλίση έρπητας, χωρίς τους λόγιους τύπους.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈeɾ.pis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έρπης
έρπης στα χείλη

Ουσιαστικό

επεξεργασία