έρπητας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | έρπητας | οι | έρπητες |
γενική | του | έρπητα | των | ερπήτων |
αιτιατική | τον | έρπητα | τους | έρπητες |
κλητική | έρπητα | έρπητες | ||
Δείτε και την κλίση του έρπης. | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έρπητας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕρπης, από την αιτιατική τὸν ἕρπητα[1] < ἕρπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *serp- (έρπω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈeɾ.pi.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έρ‐πη‐τας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέρπητας αρσενικό
- (καθομιλουμένη) άλλη μορφή του έρπης με καταλήξεις της δημοτικής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ έρπης, έρπητας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας