Δείτε επίσης: ἕρπω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έρπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕρπω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *serp- (έρπω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈeɾ.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έρ‐πω

έρπω, πρτ.: είρπα, μόνον στο ενεστωτικό θέμα, ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κινούμαι έχοντας, εκούσια, όλο το σώμα μου σε επαφή με το έδαφος
  2. (μεταφορικά) συμπεριφέρομαι αγενέστατα, ύπουλα

Συγγενικά

επεξεργασία
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. έρπω είρπα θα έρπω να έρπω έρποντας
β' ενικ. έρπεις είρπες θα έρπεις να έρπεις
γ' ενικ. έρπει είρπε θα έρπει να έρπει
α' πληθ. έρπουμε είρπαμε θα έρπουμε να έρπουμε
β' πληθ. έρπετε είρπατε θα έρπετε να έρπετε έρπετε
γ' πληθ. έρπουν(ε) είρπαν
είρπαν(ε)
θα έρπουν(ε) να έρπουν(ε)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία