έρπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- έρπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕρπω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *serp- (έρπω)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈeɾ.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έρ‐πω
Ρήμα
επεξεργασία
έρπω, πρτ.: είρπα, μόνον στο ενεστωτικό θέμα, ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)
- κινούμαι έχοντας, εκούσια, όλο το σώμα μου σε επαφή με το έδαφος
- (μεταφορικά) συμπεριφέρομαι αγενέστατα, ύπουλα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαπρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | έρπω | είρπα | θα έρπω | να έρπω | έρποντας | |
β' ενικ. | έρπεις | είρπες | θα έρπεις | να έρπεις | ||
γ' ενικ. | έρπει | είρπε | θα έρπει | να έρπει | ||
α' πληθ. | έρπουμε | είρπαμε | θα έρπουμε | να έρπουμε | ||
β' πληθ. | έρπετε | είρπατε | θα έρπετε | να έρπετε | έρπετε | |
γ' πληθ. | έρπουν(ε) | είρπαν είρπαν(ε) |
θα έρπουν(ε) | να έρπουν(ε) |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ έρπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας