Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ερπυστριοφόρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ερπυστριοφόρ
ο
τα
ερπυστριοφόρ
α
γενική
του
ερπυστριοφόρ
ου
των
ερπυστριοφόρ
ων
αιτιατική
το
ερπυστριοφόρ
ο
τα
ερπυστριοφόρ
α
κλητική
ερπυστριοφόρ
ο
ερπυστριοφόρ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ερπυστριοφόρο
< ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου
ερπυστριοφόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ερπυστριοφόρο
ουδέτερο
το
όχημα
που φέρει
ερπύστριες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερπυστριοφόρο
αγγλικά
:
caterpillar
(en)
,
crawler
(en)
γαλλικά
:
véhicule
(fr)
à
chenilles
(fr)