ερπυστριοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ερπυστριοφόρος < ερπύστρι(α) + -ο- + -φόρος
Επίθετο
επεξεργασία
ερπυστριοφόρος, -ος/-α, -ο
- (για όχημα) που κινείται πάνω σε ερπύστριες
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερπυστριοφόρος
|