↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερπύστρια οι ερπύστριες
      γενική της ερπύστριας των ερπυστριών
    αιτιατική την ερπύστρια τις ερπύστριες
     κλητική ερπύστρια ερπύστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ερπύστρια < ελληνιστική κοινή, ἑρπυστήρ (αρσενικό), (ζώο, έντομο κτλ. που έρπει) + επίθημα -τρια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ερπύστρια

  • τεχνολογία αρθρωτού μεταλλικού ιμάντα που περιβάλλει ένα υλικό: π.χ. στην αυτοκίνηση περικλείει όλους μαζί τους τροχούς της κάθε πλευράς ενός οχήματος και το διευκολύνει έτσι να κινείται σε ανώμαλο ή γενικά ακατάλληλο έδαφος, ενώ στην καλωδίωση χρησιμεύει στη μετακίνηση καλωδίων.
    οι ερπύστριες ενός τανκ
    πλαστική ερπύστρια καλωδίων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία