ερπητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερπητικός < έρπης + -ικός < αρχαία ελληνική ἕρπης < ἕρπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *serp- (έρπω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eɾ.pi.tiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαερπητικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ερπητικός
|