Δείτε επίσης: ἕρπων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έρπων η έρπουσα το έρπον
      γενική του έρποντος
έρποντα1
της έρπουσας
ερπούσης*
του έρποντος
    αιτιατική τον έρποντα την έρπουσα το έρπον
     κλητική έρπων έρπουσα έρπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έρποντες οι έρπουσες τα έρποντα
      γενική των ερπόντων των ερπουσών των ερπόντων
    αιτιατική τους έρποντες τις έρπουσες τα έρποντα
     κλητική έρποντες έρπουσες έρποντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

έρπων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕρπων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος έρπω (έρπω) [1]

  Επίθετο επεξεργασία

έρπων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία