Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερπετολογία οι ερπετολογίες
      γενική της ερπετολογίας των ερπετολογιών
    αιτιατική την ερπετολογία τις ερπετολογίες
     κλητική ερπετολογία ερπετολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερπετολογία < ερπετό + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερπετολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία