υφέρπω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υφέρπω < αρχαία ελληνική ὑφέρπω < ὑπό + ἕρπω
Ρήμα επεξεργασία
υφέρπω
- (λόγιο) εξαπλώνομαι, αναπτύσσομαι ή διαδίδομαι χωρίς να γίνομαι άμεσα ή αμέσως αντιληπτός και με ύπουλο τρόπο
Δείτε επίσης : ὑφέρπω |
υφέρπω