διαδίδομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯aˈði.ðo.me/ & /ðʝaˈði.ðo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐δί‐δο‐μαι
- ομόηχο: διαδίδομε
Ρήμα
επεξεργασίαδιαδίδομαι, π.αόρ.: διαδόθηκα, μτχ.π.π.: διαδεδομένος/διαδομένος, (ενεργ.: διαδίδω)
- παθητική φωνή του ρήματος διαδίδω → δείτε και την κλίση