↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαδεδομένος η διαδεδομένη το διαδεδομένο
      γενική του διαδεδομένου της διαδεδομένης του διαδεδομένου
    αιτιατική τον διαδεδομένο τη διαδεδομένη το διαδεδομένο
     κλητική διαδεδομένε διαδεδομένη διαδεδομένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαδεδομένοι οι διαδεδομένες τα διαδεδομένα
      γενική των διαδεδομένων των διαδεδομένων των διαδεδομένων
    αιτιατική τους διαδεδομένους τις διαδεδομένες τα διαδεδομένα
     κλητική διαδεδομένοι διαδεδομένες διαδεδομένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαδεδομένος < λείπει η ετυμολογία

διαδεδομένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία