ύπουλος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ύπουλος < αρχαία ελληνική ὕπουλος (με κρυφή πληγή, φαινομενικά επουλωμένος κάτω από την ουλή). Η σημερινή σημασία από την ελληνιστική περίοδο.[1][2]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ύπουλος
- αυτός που ενεργεί κρυφά με κακό σκοπό.
- έκανε μια ύπουλη επίθεση
- ≈ συνώνυμα: ραδιούργος, μπαμπέσικος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «ύπουλος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.