sournois
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sournois | sournoiss |
θηλυκό | sournoise | sournoises |
Επίθετο
επεξεργασίαsournois (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sournois | sournoiss |
θηλυκό | sournoise | sournoises |
sournois (fr)