sournoiserie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sournoiserie < sournois
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sournoiserie | sournoiseries |
sournoiserie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sournoiserie | sournoiseries |
sournoiserie (fr) θηλυκό