Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δολιότητα οι δολιότητες
      γενική της δολιότητας των δολιοτήτων
    αιτιατική τη δολιότητα τις δολιότητες
     κλητική δολιότητα δολιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δολιότητα < δόλιος + -τητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δολιότητα θηλυκό χωρίς πληθυντικό

  • η ιδιότητα, το χαρακτηριστικό του δόλιου ανθρώπου ή των πράξεών του


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία