πανούργος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανούργος < αρχαία ελληνική πανοῦργος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈnuɾ.ɣos/
Επίθετο επεξεργασία
πανούργος, -α, -ο
- που μηχανεύεται οτιδήποτε προκειμένου να πετύχει το σκοπό του
πανούργος, -α, -ο