Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαμέρπεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
χαμέρπει
α
οι
χαμέρπει
ες
γενική
της
χαμέρπει
ας
των
χαμερπει
ών
αιτιατική
τη
χαμέρπει
α
τις
χαμέρπει
ες
κλητική
χαμέρπει
α
χαμέρπει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαμέρπεια
<
χαμερπής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χαμέρπεια
θηλυκό
η ιδιότητα του
χαμερπούς
, η
ευτέλεια
, η
ποταπότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαμέρπεια
γαλλικά
:
bassesse
(fr)
,
mesquinerie
(fr)