Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευτέλεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ευτέλει
α
οι
ευτέλει
ες
γενική
της
ευτέλει
ας
των
ευτελει
ών
αιτιατική
την
ευτέλει
α
τις
ευτέλει
ες
κλητική
ευτέλει
α
ευτέλει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευτέλεια
<
αρχαία ελληνική
εὐτέλεια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ευτέλεια
θηλυκό
η
ιδιότητα
του
ευτελούς
ευτελής
ποιότητα
χυδαιότητα
,
ποταπότητα
,
αισχρότητα
,
αχρειότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευτέλεια
αγγλικά
:
unworthiness
(en)
,
vileness
(en)
(2)
γαλλικά
:
bassesse
(fr)
,
vilenie
(fr)