Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποταπότητα οι ποταπότητες
      γενική της ποταπότητας των ποταποτήτων
    αιτιατική την ποταπότητα τις ποταπότητες
     κλητική ποταπότητα ποταπότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποταπότητα < ποταπός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποταπότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία