Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελεεινότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ελεεινότητ
α
οι
ελεεινότητ
ες
γενική
της
ελεεινότητ
ας
των
ελεεινοτήτ
ων
αιτιατική
την
ελεεινότητ
α
τις
ελεεινότητ
ες
κλητική
ελεεινότητ
α
ελεεινότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελεεινότητα
<
ελληνιστική κοινή
ἐλεεινότης
<
αρχαία ελληνική
ἐλεεινός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ελεεινότητα
θηλυκό
το να
είναι
κάποιος
ελεεινός
, η
ιδιότητα
του
ελεεινού
≈
συνώνυμα
:
αθλιότητα
,
εξαθλίωση
ελεεινή
πράξη
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ελεεινός
και
έλεος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελεεινότητα
αγγλικά
:
squalor
(en)