αθλιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αθλιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀθλιότης με χρήση της αιτιατικής ενικού «τήν ἀθλιότητα»
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.θliˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θλι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααθλιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του άθλιου
- σε απαίσια κατάσταση
- (συνήθως στον πληθυντικό) ακραία πράξη
- ⮡ Οι αθλιότητες που έπραξε ο Χίτλερ ενάντια στους Ιουδαίους δε θα συγχωρεθούν ποτέ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία η ιδιότητα του άθλιου
|
ακραία πράξη
|