απαίσιος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απαίσιος < ελληνιστική κοινή ἀπαίσιος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
απαίσιος
Επεξεργασία
- απαίσια
- απαισιόδοξα
- απαισιοδοξία
- απαισιόδοξος
- απαισιοδοξώ
- απαισιότητα
- → δείτε τις λέξεις από και αίσιος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απαίσιος