καθομιλουμένη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθομιλουμένη < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή καθομιλουμένη, θηλυκή μετοχή του καθομιλοῦμαι (συνηθίζομαι) < αρχαία ελληνικά καθομιλῶ (κερδίζω την εύνοια). Από την ελληνιστική έκφραση «καθωμίληται ἡ λέξις» (η λέξη είναι σε κοινή χρήση). Ενδεχομένως σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική langue commune (κοινή γλώσσα)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.θo.mi.luˈme.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θο‐μι‐λου‐μέ‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαθομιλουμένη θηλυκό
- (γλωσσολογία) η γλώσσα που χρησιμοποιείται καθημερινά από την πλειονότητα των ομιλητών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαύφος σε μία γλώσσα:
- λόγια γλώσσα / απαιτητικό λεξιλόγιο
- προφορικός λόγος - προφορική γλώσσα
- καθομιλουμένη ή καθημερινή γλώσσα
- λαϊκότροπο ύφος
- λαϊκή γλώσσα
ποικιλίες μίας γλώσσας:
- ιδιόλεκτος
- ιδιωματική γλώσσα ή διάλεκτος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ καθομιλουμένη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας