πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθομιλουμένη οι καθομιλούμενες
      γενική της καθομιλουμένης των καθομιλουμένων
    αιτιατική την καθομιλουμένη τις καθομιλούμενες
     κλητική καθομιλουμένη καθομιλούμενες
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.θo.mi.luˈme.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθομιλουμένη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καθομιλουμένη θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

ύφος σε μία γλώσσα:

ποικιλίες μίας γλώσσας:

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία