καθομιλουμένη
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καθομιλουμένη < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή καθομιλουμένη, θηλυκή μετοχή του καθομιλοῦμαι (συνηθίζομαι) < αρχαία ελληνικά καθομιλῶ (κερδίζω την εύνοια). Από την ελληνιστική έκφραση «καθωμίληται ἡ λέξις» (η λέξη είναι σε κοινή χρήση). Ενδεχομένως σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική langue commune (κοινή γλώσσα)[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καθομιλουμένη θηλυκό
- η γλώσσα που χρησιμοποιείται καθημερινά από την πλειονότητα των ομιλητών
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καθομιλουμένη
Επεξεργασία
- ↑ «καθομιλουμένη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.