↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθομιλουμένη οι καθομιλούμενες
      γενική της καθομιλουμένης των καθομιλουμένων
    αιτιατική την καθομιλουμένη τις καθομιλούμενες
     κλητική καθομιλουμένη καθομιλούμενες
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καθομιλουμένη < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή καθομιλουμένη, θηλυκή μετοχή του καθομιλοῦμαι (συνηθίζομαι) < αρχαία ελληνικά καθομιλῶ (κερδίζω την εύνοια). Από την ελληνιστική έκφραση «καθωμίληταιλέξις» (η λέξη είναι σε κοινή χρήση). Ενδεχομένως σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική langue commune (κοινή γλώσσα)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.θo.mi.luˈme.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θο‐μι‐λου‐μέ‐νη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καθομιλουμένη θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

ύφος σε μία γλώσσα:

ποικιλίες μίας γλώσσας:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία