συνηθίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.niˈθi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νη‐θί‐ζο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐η‐θί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συνηθίζομαι, π.αόρ.: συνηθίστηκα, μτχ.π.π.: συνηθισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος συνηθίζω