Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ιδιόλεκτος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική idiolect < idio- < ιδιό- < ίδιος + -lect > -λεκτο(ν) < λέγω, όπως το dialect, διάλεκτος[1], μορφολογικά αναλύεται ιδιό- + λεκτός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιόλεκτος οι ιδιόλεκτοι
      γενική της ιδιολέκτου των ιδιολέκτων
    αιτιατική την ιδιόλεκτο τις ιδιολέκτους
     κλητική ιδιόλεκτε ιδιόλεκτοι
Δείτε και το ουδέτερο το ιδιόλεκτο.
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ιδιόλεκτος θηλυκό (και ιδιόλεκτο ουδέτερο)

  1. (γλωσσολογία) ο ιδιαίτερος ατομικός τρόπος με τον οποίο ένας ομιλητής πραγματώνει τη γλώσσα στην προφορική του επικοινωνία
  2. το γλωσσικό ιδίωμα ατόμου ή περιορισμένου κύκλου ατόμων (οικογένεια)
    ※  Έτσι η ποιητική του γλώσσα, ασχέτως αν ήταν ή όχι η γλώσσα που μιλούσε, αγγίζει μια ιδιόλεκτο, στο βαθμό που διαφέρει από οποιαδήποτε ελληνική κοινόλεκτο (πρακτικά συνεδρίου Παρασκευή 23 & Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2007, Νίκος Εγγονόπουλος: ο ζωγράφος και ο ποιητής, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, 2010, σελ. 246)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ιδιόλεκτος < επιθετική λειτουργία του ουσιαστικού ιδιόλεκτος, ιδιό- + αρχαία ελληνική λεκτός (που μπορεί να ειπωθεί) < λέγω

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιόλεκτος η ιδιόλεκτη το ιδιόλεκτο
      γενική του ιδιόλεκτου της ιδιόλεκτης του ιδιόλεκτου
    αιτιατική τον ιδιόλεκτο την ιδιόλεκτη το ιδιόλεκτο
     κλητική ιδιόλεκτε ιδιόλεκτη ιδιόλεκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιόλεκτοι οι ιδιόλεκτες τα ιδιόλεκτα
      γενική των ιδιόλεκτων των ιδιόλεκτων των ιδιόλεκτων
    αιτιατική τους ιδιόλεκτους τις ιδιόλεκτες τα ιδιόλεκτα
     κλητική ιδιόλεκτοι ιδιόλεκτες ιδιόλεκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ιδιόλεκτος, -η, -ο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία