ομιλητής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ομιλητής | οι | ομιλητές |
γενική | του | ομιλητή | των | ομιλητών |
αιτιατική | τον | ομιλητή | τους | ομιλητές |
κλητική | ομιλητή | ομιλητές | ||
όπως «νικητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ομιλητής < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ομιλητής αρσενικό
- αυτός που μιλάει
- φυσικός ομιλητής: αυτός που έχει μια γλώσσα για μητρική του
- αυτός που εκφωνεί ένα λόγο, μια ομιλία