Δείτε επίσης: ὁμιλητής
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ομιλητής οι ομιλητές
      γενική του ομιλητή των ομιλητών
    αιτιατική τον ομιλητή τους ομιλητές
     κλητική ομιλητή ομιλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ομιλητής αρσενικό (θηλυκό ομιλήτρια)

  1. αυτός που μιλάει
    • φυσικός ομιλητής: αυτός που έχει μια γλώσσα για μητρική του
  2. αυτός που εκφωνεί ένα λόγο, μια ομιλία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1 2 ομιλητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 ομιλητής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. 1 2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.