ενικός         πληθυντικός  
native speaker native speakers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
native speaker < → δείτε τις λέξεις native και speaker

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

native speaker (en)

  1. (γλωσσολογία) ο φυσικός ομιλητής (μιας γλώσσας), αυτός που έχει ορισμένη γλώσσα ως μητρική του
    ⮡  In spite of the accent, I keep forgetting you're not a native speaker of English.
    Παρά την προφορά, συνεχίζω να ξεχνάω ότι δεν είσαι φυσικός ομιλητής των αγγλικών.