ενικός         πληθυντικός  
speaker speakers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
speaker < speak + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

speaker (en)

  1. ομιλητής
  2. ομιλητής, ρήτορας
  3. ο εκφωνητής
  4. το ηχείο, το μεγάφωνο
    ⮡  My speakers fell into the water!
    Τα ηχεία μου έπεσαν μέσα στο νερό!
     συνώνυμα: loudspeaker
  5. (πολιτική) πρόεδρος της βουλής

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

speaker (fr) αρσενικό