speaker
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
speaker | speakers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαspeaker (en)
- ομιλητής
- ομιλητής, ρήτορας
- ο εκφωνητής
- το ηχείο, το μεγάφωνο
- ⮡ My speakers fell into the water!
- Τα ηχεία μου έπεσαν μέσα στο νερό!
- ≈ συνώνυμα: loudspeaker
- ⮡ My speakers fell into the water!
- (πολιτική) πρόεδρος της βουλής
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαspeaker (fr) αρσενικό