Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
loudspeaker
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
loudspeaker
<
loud
+
speaker
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
loudspeaker
loudspeakers
loudspeaker
(en)
το
ηχείο
, το
μεγάφωνο
≈
συνώνυμα
:
speaker