βουλή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βουλή | οι | βουλές |
γενική | της | βουλής | των | βουλών |
αιτιατική | τη | βουλή | τις | βουλές |
κλητική | βουλή | βουλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- βουλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βουλή (θέληση, απόφαση, γνώμη, συμβουλή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβουλή θηλυκό
- (πολιτική) το νομοθετικό σώμα
- στα σύγχρονα πολιτεύματα
- ⮡ Η βουλή είναι δυνατόν να διακρίνεται σε Άνω Βουλή (Γερουσία), Βουλή των Λόρδων και Βουλή των Κοινοτήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο, Κάτω Βουλή ή Βουλή των Αντιπροσώπων στις ΗΠΑ.
- (ιστορία) ο θεσμός της αρχαίας πόλης κράτους, όπως της Αθήνας
- ⮡ Η βουλή στην αθηναϊκή δημοκρατία αποτελούνταν από 500 αντιπροσώπους, 50 από κάθε φυλή, οι οποίοι εκλέγονταν με κλήρωση (η βουλή των πεντακοσίων)· συζητούσε προκαταρκτικά τις υποθέσεις της πόλης και εξέδιδε προβούλευμα
- στα σύγχρονα πολιτεύματα
- το κτίριο εντός του οποίου συνεδριάζει το ομώνυμο νομοθετικό σώμα
- θέληση, απόφαση, γνώμη
Συνώνυμα
επεξεργασίανομοθετικό σώμα / κτίριο:
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου /του Υψίστου
- άλλαι μεν βουλαί των ανθρώπων, άλλα δε ο Θεός κελεύει
- ανεξερεύνητες οι βουλές του Υψίστου
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νομοθετικό σώμα
Πηγές
επεξεργασία- βουλή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βουλή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- βουλή pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'βουλή'.
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- βουλή < μεσαιωνική ελληνική βολή < μεσαιωνικά ελληνικά βολῶ (παρέχω ευκολία) < ελληνιστική κοινή εὐβολῶ (επιτυγχάνω καλή ζαριά)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβουλή θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 78.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βουλή | αἱ | βουλαί |
γενική | τῆς | βουλῆς | τῶν | βουλῶν |
δοτική | τῇ | βουλῇ | ταῖς | βουλαῖς |
αιτιατική | τὴν | βουλήν | τὰς | βουλᾱ́ς |
κλητική ὦ! | βουλή | βουλαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουλᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βουλαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βουλή < βούλ(ομαι) + -ή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβουλή θηλυκό
- επιθυμία, θέληση, απόφαση
- συμβουλή, σχέδιο, επιδίωξη
- διαβούλευση, συζήτηση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 78.1
- οἱ δὲ μάγοι ἔτυχον ἀμφότεροι τηνικαῦτα ἐόντες [τε] ἔσω καὶ τὰ ἀπὸ Πρηξάσπεος γενόμενα ἐν βουλῇ ἔχοντες.
- Οι Μάγοι τώρα έτυχε να βρίσκονται μέσα και οι δύο εκείνη τη στιγμή και να μελετούν τα όσα είχαν συμβεί με τον Πρηξάσπη.
- Μετάφραση (1992): Λ. Ζενάκος @greek-language.gr
- οἱ δὲ μάγοι ἔτυχον ἀμφότεροι τηνικαῦτα ἐόντες [τε] ἔσω καὶ τὰ ἀπὸ Πρηξάσπεος γενόμενα ἐν βουλῇ ἔχοντες.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 78.1
- (στον πληθυντικό) σχέδια, αποφάσεις
- (πολιτική, στην Αθήνα) το συμβούλιο των Πεντακοσίων
- το Συμβούλιο των Γερόντων, Βουλή
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 53 (53-55)
- Βουλὴν δὲ πρῶτον μεγαθύμων ἷζε γερόντων | Νεστορέῃ παρὰ νηῒ Πυλοιγενέος βασιλῆος· | τοὺς ὅ γε συγκαλέσας πυκινὴν ἀρτύνετο βουλήν·
- Και πρώτα εκάθισε βουλήν των σεβαστών γερόντων, | όπου της Πύλου ο βασιλιάς το πλοίον είχε, ο Νέστωρ. | Κι έστρωσ᾽ εμπρός τους βούλημα σοφό που εβρήκε ο νους του
- Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
- Βουλὴν δὲ πρῶτον μεγαθύμων ἷζε γερόντων | Νεστορέῃ παρὰ νηῒ Πυλοιγενέος βασιλῆος· | τοὺς ὅ γε συγκαλέσας πυκινὴν ἀρτύνετο βουλήν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 53 (53-55)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βούλομαι
Πηγές
επεξεργασία- βουλή - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- βουλή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βουλή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.