συντακτική βουλή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντακτική βουλή → δείτε τις λέξεις συντακτικός και βουλή
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίασυντακτική βουλή θηλυκό
- (πολιτική) βουλή που έχει σαν σκοπό την εκπόνηση ενός συντάγματος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συντακτική βουλή