ενικός         πληθυντικός  
parliament parliaments

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

parliament (en)

  • (πολιτική) η Βουλή, το κοινοβούλιο
    ⮡  He introduced a bill to Parliament.
    Εισήγαγε ένα νομοσχέδιο στη Βουλή.
    ⮡  It’s common knowledge that the prime minister will introduce a new law in parliament.
    Είναι κοινή γνώση πως ο πρωθυπουργός θα φέρει νέο νόμο στο κοινοβούλιο.