βούλομαι
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βούλομαι < ρίζα βολ-, όπως και βουλή, ομηρ. βόλομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίαβούλομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βούλομαι
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βούλομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαβούλομαι
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
βουλ-
βουλ-
- ἀβουλεί
- ἀβουλέω
- ἀβούλητος
- ἀβουλία
- ἄβουλος
- αἰολόβουλος
- ἀκριτόβουλος
- ἀμφίβουλος
- ἀπροβουλία
- ἀπρόβουλος
- ἀριστόβουλος
- ἀρκεσίβουλος
- ἀρχεπρόβουλος
- ἀρχιβουλευτής
- ἀρχίβουλος
- ἀρχιπρόβουλος
- αὐτεπιβούλευτος
- αὐτεπίβουλος
- αὐτοβούλησις
- αὐτοβουλήτως
- αὐτόβουλος
- βαθύβουλος
- βουλαῖος
- βουλαρχέω
- βουλαρχία
- βούλευμα
- βουλεύω
- βουλή & σύνθετα
- βουλήεις
- βουληφόρος
- βουληγορέω
- βουληγορία
- βουληγόρος
- βούλημα
- βουλημάτιον
- βούλησις
- βουλητέος
- βουλητός
- βουληφόρος
- βουληφόρως
- ἐπιβουλή
- προβουλή
- προβούλη
- προεπιβουλή
- συμβουλή
- συμβούλησις
- → δείτε και τη λέξη βάλλω
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βούλομαι - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- βούλομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βούλομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.